- κομπόσιτα
- η (παλαιοντ.)απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που έζησε από το μισσισιπιάνιο ώς το πέρμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. composita < νεολατ. composita < λατ. μτχ. composita, ουδ. πληθ. τής μτχ. compositus < λατ. compono «συνθέτω»].
Dictionary of Greek. 2013.